φέλις

φέλις
η, Ν
ζωολ. γένος αιλουροειδών θηλαστικών, που περιλαμβάνει τις γάτες, τις αγριόγατες και το πούμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. felis < λατ. felis, -is «αίλουρος, γάτα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”